βοτάναι

βοτάναι
βοτάνη
pasture
fem nom/voc pl
βοτάνᾱͅ , βοτάνη
pasture
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βοτάνᾳ — βοτάναι , βοτάνη pasture fem nom/voc pl βοτάνᾱͅ , βοτάνη pasture fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • былиѥ — БЫЛИ|Ѥ (58), ˫А с. 1.Собир. Дикорастущие растения, травы: Сл҃нцепрѣвратьници. иже гл҃ѥма˫а сл҃нцепрѣвратьна˫а были˫а. въсходъмь сл҃нцьныимь съобращающеѥсѩ. гл҃юще силоу нѣкоую б҃жствьноую имѣти... и ˫ако того ради чисти ˫а хотѩщемъ (τὰς...… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • πιδακίτις — ίτιδος, ἡ, Α (για φυτό) αυτό που βρίσκεται, που βλαστάνει κοντά σε πηγή («πιδακίτιδες βοτάναι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ, ακος + επίθημα ῖτις (πρβλ. καλαμ ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • τηνόθι — Α επίρρ. σ εκείνην τη χρονική στιγμή ή σ εκείνην την περίοδο, τότε («αἱ δ ἄν ἀφέρπῃ, χώ ποιμὰν ξηρὸς τηνόθι χ αἱ βοτάναι», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆνος, δωρ. τ. τού ἐκεῖνος + επιρρμ. κατάλ ό θι (βλ. λ. θι), πρβλ. αυτό θι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”